filiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- filiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | filiko | filikoj |
| αιτιατική | filikon | filikojn |
filiko (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | filiko | filikoj |
| αιτιατική | filikon | filikojn |
filiko (eo)