fill in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fill in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills in |
αόριστος | filled in |
παθητική μετοχή | filled in |
ενεργητική μετοχή | filling in |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fill in (en)
- αντικατασταίνω, κάνω τη δουλειά κάποιου για λίγο ενώ δεν είναι εκεί
- γεμίζω κάτι εντελώς
- ↪ Fill in the blanks with the correct words.
- Γεμίστε τα κενά με τις σωστές λέξεις.
- ↪ Fill in the blanks with the correct words.
- συμπληρώνω
- ενημερώνω