fill in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας fill in
γ΄ ενικό ενεστώτα fills in
αόριστος filled in
παθητική μετοχή filled in
ενεργητική μετοχή filling in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

fill in < → δείτε τις λέξεις fill και in

Ρήμα[επεξεργασία]

fill in (en)

  1. αντικατασταίνω, κάνω τη δουλειά κάποιου για λίγο ενώ δεν είναι εκεί
    Who will fill in for me tomorrow?
    Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη replace
  2. γεμίζω κάτι εντελώς
    Fill in the blanks with the correct words.
    Γεμίστε τα κενά με τις σωστές λέξεις.
  3. συμπληρώνω
  4. ενημερώνω

Πηγές[επεξεργασία]