Μετάβαση στο περιεχόμενο

fill out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας fill out
γ΄ ενικό ενεστώτα fills out
αόριστος filled out
παθητική μετοχή filled out
ενεργητική μετοχή filling out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fill out <  δείτε τις λέξεις fill και out

fill out (en)

  • συμπληρώνω μια φόρμα ή ερωτηματολόγιο με ζητούμενες πληροφορίες
      Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
      Submit the application filled out.
    Κατέθεσε την αίτηση συμπληρωμένη.
     συνώνυμα:  complete και fill in