fill out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | fill out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fills out |
αόριστος | filled out |
παθητική μετοχή | filled out |
ενεργητική μετοχή | filling out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fill out (en)
- συμπληρώνω μια φόρμα ή ερωτηματολόγιο με ζητούμενες πληροφορίες