Μετάβαση στο περιεχόμενο

fill up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας fill up
γ΄ ενικό ενεστώτα fills up
αόριστος filled up
παθητική μετοχή filled up
ενεργητική μετοχή filling up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fill up <  δείτε τις λέξεις fill και up

fill up (en)

  1. γεμίζω κάτι ως επάνω
      She filled up the bathtub./She filled the bathtub up.
    Γέμισε την μπανιέρα ως επάνω.
  2. γεμίζω το ρεζερβουάρ με βενζίνη
      I’m filling up the car.
    Γεμίζω το αυτοκίνητο.
  3. (όρος στο πόκερ) συμπληρώνω φουλ είτε κατά το αρχικό μοίρασμα είτε κατά τη σειρά μου