fillet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fillet | fillets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fillet (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το φιλέτο, κρέας που δεν έχει κόκκαλο
- ⮡ tuna fillet in water - τόνος φιλέτο σε νερό