Μετάβαση στο περιεχόμενο

filmmaker

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
filmmaker filmmakers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
filmmaker < film + maker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filmmaker (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • filmmaker στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια