filouterie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| filouterie | filouteries |
filouterie (fr) θηλυκό
- το σούφρωμα
| ενικός | πληθυντικός |
| filouterie | filouteries |
filouterie (fr) θηλυκό