Μετάβαση στο περιεχόμενο

filtre

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
filtre filtres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

filtre (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]