finally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
finally (en) (χωρίς παραθετικά)
- τελικά
- πλήρως, με τρόπο που τελειώνει κάθε συζήτηση για κάτι
- ↪ The boss declared he was finally satisfied with the work.
- Το αφεντικό δήλωσε πλήρως ικανοποιημένος από το έργο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ The boss declared he was finally satisfied with the work.