finally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

finally < final + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

finally (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. τελικά
  2. πλήρως, με τρόπο που τελειώνει κάθε συζήτηση για κάτι
    The boss declared he was finally satisfied with the work.
    Το αφεντικό δήλωσε πλήρως ικανοποιημένος από το έργο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely

Πηγές[επεξεργασία]