financa

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

financa < financ + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική financa financaj
αιτιατική financan financajn

financa (eo)

li havas financajn problemojn - έχει οικονομικά προβλήματα