Μετάβαση στο περιεχόμενο

financial

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
financial < finance + -ial

Επίθετο

[επεξεργασία]

financial (en) (χωρίς παραθετικά)

  • οικονομικός, χρηματοοικονομικός, χρηματοπιστωτικός, συνδέονται με χρήματα και οικονομικά
      We’re having some financial setbacks.
    Έχουν μερικές οικονομικές αναποδιές.
      Children’s tuition fees are yet another financial burden for the family.
    Τα δίδακτρα των παιδιών είναι ένα πρόσθετο οικονομικό βάρος για την οικογένεια.
      The company presented its financial results for the year.
    Η εταιρεία παρουσίασε τα χρηματοοικονομικά της αποτελέσματα για το έτος.
      We are using new technologies for better financial management.
    Χρησιμοποιούμε νέες τεχνολογίες για την καλύτερη χρηματοοικονομική διαχείριση.
      Financial stability is essential for economic growth.
    Χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη.
      The financial crisis of 2008 had a global impact.
    Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είχε παγκόσμιο αντίκτυπο.
      The government introduced measures to regulate the financial sector.
    Η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]