financial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- financial < finance
Επίθετο[επεξεργασία]
financial (en)
- χρηματοοικονομικός
- οικονομικός, σχετικός με την κίνηση του χρήματος
- οικονομικώς τακτοποιημένο μέλος ενός συλλόγου κλπ