financing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]financing (en)
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η χρηματοδότηση, τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για μια επιχείρηση, μια δραστηριότητα ή ένα έργο
- ⮡ The bank undertook financing of the sewage projects.
- Η τράπεζα ανέλαβε τη χρηματοδότηση των αποχετευτικών έργων.
- ≈ συνώνυμα: finance (βρετανική σημασία)
- ⮡ The bank undertook financing of the sewage projects.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]financing (en)