finesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. η δεξιοτεχνία
  2. η μαεστρία
  3. ο παραπλανητικός αντιπερισπασμός, το στρατήγημα, το τέχνασμα

Ρήμα[επεξεργασία]

  1. βελτιστοποιώ, τελειοποιώ
  2. αποδίδω δεξιοτεχνικά
  3. αντιπερισπώ, διεξάγω/διενεργώ παραπλανητικό αντιπερισπασμό, στρατήγημα, τέχνασμα

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

finesse < fin

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi.nɛs/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

finesse (fr) θηλυκό

  1. η δεξιοτεχνία
  2. η λεπτότητα του χαρακτήρα, η φινέτσα


Συγγενικά[επεξεργασία]