finiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
finiĝi < λείπει η ετυμολογία
ρήμα finiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας finiĝas finiĝanta finiĝata
αόριστος finiĝis finiĝinta finiĝita
μέλλοντας finiĝos finiĝonta finiĝota
υποθετική finiĝus - -
προστακτική finiĝu - -

finiĝi (eo)