finkalkulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | finkalkulo | finkalkuloj |
αιτιατική | finkalkulon | finkalkulojn |
finkalkulo (eo)
- η εξόφληση, ο τελικός υπολογισμός