Μετάβαση στο περιεχόμενο

fire department

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fire department fire departments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fire department <  δείτε τις λέξεις fire και department

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

fire department (en)

  • (αμερικανικά αγγλικά) η πυροσβεστική
      The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]