firework
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
firework | fireworks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]firework (en)
- το πυροτέχνημα
- ⮡ The colorful fireworks offered a magical sight.
- Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.
- ⮡ The colorful fireworks offered a magical sight.