firm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | firm |
συγκριτικός | firmer |
υπερθετικός | firmest |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- firm < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική ferme (σταθερός (για πράγματα), μόνιμος, διαρκής (για συμφωνίες, συμβάσεις), σταθερός, ακλόνητος, αμετάπειστος (για άτομα), βάσιμος (για επιχειρήματα)) < παλαιά γαλλική ferm (ρωμαλέος, δυνατός, σθεναρός, υγιής, σταθερός, πιστός) < λατινική firmus (σταθερός).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
firm (en)
- σταθερός, ασφαλής, ακατάλυτος, στερεός (σε θέση)
- ≈ συνώνυμα: solid, steadfast, unshakable
- σταθερός, ακλόνητος, ακράδαντος, αμετάκλητος, αμετακίνητος, απαρασάλευτος, αμετάπειστος ως προς τις απόψεις και τις ιδέες του
- σκληρός
- ανθεκτικός, άκαμπτος, γερός (για υλικά)
- ≈ συνώνυμα: durable, inflexible, rigid, stiff
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- firm < γερμανική Firma (εταιρεία, επιχείρηση) < ιταλική firma (υπογραφή) < firmàre (υπογράφω) < λατινική firmāre (επιβεβαιώνω, εγκρίνω, εγγυώμαι) < firmus (σταθερός).[1] (μαρτυρείται από το 1744)[1][2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
firm | firms |
firm (en)
- η εταιρεία, η επιχείρηση
- (αργκό) μια εγκληματική ομάδα ειδικά βασισμένη στον ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό ∙ οι χούλιγκαν
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
- firm < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική fermen < παλαιά γαλλική fermer ή απευθείας λατινική firmāre (επιβεβαιώνω, εγκρίνω, εγγυώμαι) < firmus (σταθερός).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]
- για τις αμετάβατες έννοιες στο ρήμα: (μαρτυρείται από το 1879)[1]
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | firm |
συγκριτικός | firmer |
υπερθετικός | firmest |
firm (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | firm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | firms |
αόριστος | firmed |
παθητική μετοχή | firmed |
ενεργητική μετοχή | firming |
firm (en)
- (μεταβατικό) σταθεροποιώ, στερεώνω, στεριώνω
- (αμετάβατο)
- σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, στεριώνομαι
- το να γίνω καλύτερα, βελτιωθώ μετά από απόρριψη
- (Αυστραλία) βραχύνομαι, συμπτύσσομαι, συντομεύομαι
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- firm - Cambridge Dictionary online
- firm - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Σπάνιοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)