first aid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]- οι πρώτες βοήθειες
- ⮡ She called for first aid.
- Κάλεσε τις πρώτες βοήθειες.
- ⮡ She called for first aid.