first in first out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]first in first out (en)
- η μέθοδος του να εξυπηρετείται πρώτα το αίτημα που παρελήφθη πρώτο
- (πληροφορική) ουρά, είναι βασική δομή δεδομένων
Συντομομορφή
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- last in first out (LIFO)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
FIFO (computing and electronics) στην αγγλική Βικιπαίδεια