fiscal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fiscal (en)
- (οικονομία) δημοσιονομικός
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- Συμφωνία για σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος.
- ↪ Agreement on gradual fiscal adjustment for the countries with high public debt.
- (οικονομία) οικονομικός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fiscal | fiscaux |
θηλυκό | fiscale | fiscales |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fiscal (fr)