Μετάβαση στο περιεχόμενο

fiscalité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fiscalité < fiscal

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fis.ka.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fiscalité fiscalités

fiscalité (fr) θηλυκό

  1. το φορολογικό σύστημα
  2. το σύνολο των νόμων που σχετίζονται με τους φόρους, η φορολογία

Συγγενικά

[επεξεργασία]