fisioterapeuta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
fisioterapeuta (pt) < από το fisioterapia
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fisioterapeuta | fisioterapeutas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fisioterapeuta (pt)