fixation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fixation (en)
- εμμονή, μανία, κόλλημα
- στερέωση
- Συνώνυμα: περίφραση: state of being fixed
- υπό όρους μεταφραστική επιλογή: σύνδεση
- visual fixation: προσήλωση-προσκόλληση-κάρφωμα βλέμματος
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fixation (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη fixe