fixer-upper
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fixer-upper | fixer-uppers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fixer-upper (en)
- σπίτι που πωλείται προβληματικό και χρειάζεται επισκευή από τον αγοραστή
- (σπάνιο), (σχεδόν ποτέ) σπίτι που χρειάζεται επισκευή