fixer-upper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fixer-upper fixer-uppers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις fixer, fix, upper και up

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fixer-upper (en)

  1. σπίτι που πωλείται προβληματικό και χρειάζεται επισκευή από τον αγοραστή
  2. (σπάνιο), (σχεδόν ποτέ) σπίτι που χρειάζεται επισκευή