fixette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fixette < fixation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fixette | fixettes |
fixette (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fixette | fixettes |
fixette (fr) θηλυκό