fléchisseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fléchisseur < fléchir
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fléchisseur | fléchisseurs |
θηλυκό | fléchisseuse | fléchisseuses |
fléchisseur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fléchisseur | fléchisseurs |
fléchisseur (fr) αρσενικό
- ο καμπτήρας μυς