flétrissure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
flétrissure flétrissures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

flétrissure (fr) θηλυκό

  1. (βοτανική) η μάρανση, η κατάσταση ενός μαραμένου φυτού
  2. (παρωχημένο) προσβολή της τιμής, της φήμης κάποιου

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη flétrir