flétrissure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flétrissure | flétrissures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flétrissure (fr) θηλυκό
- (βοτανική) η μάρανση, η κατάσταση ενός μαραμένου φυτού
- (παρωχημένο) προσβολή της τιμής, της φήμης κάποιου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη flétrir