flûte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flûte | flûtes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flûte (fr) θηλυκό
- (μουσικό όργανο) κάθε είδους αυλός ή φλάουτο
- ⮡ Παράγωγο: flûte traversière (κάθε πλαγίαυλος)
- ποτήρι ψηλό και στενό
- ⮡ Δάνειο σε άλλες γλώσσες: ποτήρι σαμπάνιας