Μετάβαση στο περιεχόμενο

flatten

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας flatten
γ΄ ενικό ενεστώτα flattens
αόριστος flattened
παθητική μετοχή flattened
ενεργητική μετοχή flattening

flatten (en)

  1. ισοπεδώνω
      The earthquake completely flattened ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: raze, level

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη flat