flatten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας flatten
γ΄ ενικό ενεστώτα flattens
αόριστος flattened
παθητική μετοχή flattened
ενεργητική μετοχή flattening

Ρήμα[επεξεργασία]

flatten (en)

  1. ισοπεδώνω
    The earthquake completely flattened ten villages.
    Ο σεισμός ισοπέδωσε εντελώς δέκα χωριά.
     συνώνυμα: raze, level

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη flat

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 389. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ισοπεδώνω