flaunt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας flaunt
γ΄ ενικό ενεστώτα flaunts
αόριστος flaunted
παθητική μετοχή flaunted
ενεργητική μετοχή flaunting

flaunt (en) (κακόσημο)

  1. επιδεικνύω, δείχνω κάτι που περηφανεύομαι στους άλλους για να τους εντυπωσιάσω
    ⮡  The new rich elite publicly flaunted their wealth.
    Η νέα πλούσια ελίτ επέδειξε δημόσια τον πλούτο της.
  2. επιδεικνύομαι, επιδεικνύω τον εαυτό μου με σεξουαλικό τρόπο για να τραβήξω την προσοχή των άλλων
    ⮡  He/she likes to flaunt himself/herself.
    Του/της αρέσει να επιδεικνύεται.