flaunt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | flaunt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | flaunts |
αόριστος | flaunted |
παθητική μετοχή | flaunted |
ενεργητική μετοχή | flaunting |
Ρήμα
[επεξεργασία]- επιδεικνύω, δείχνω κάτι που περηφανεύομαι στους άλλους για να τους εντυπωσιάσω
- ⮡ The new rich elite publicly flaunted their wealth.
- Η νέα πλούσια ελίτ επέδειξε δημόσια τον πλούτο της.
- ⮡ The new rich elite publicly flaunted their wealth.
- επιδεικνύομαι, επιδεικνύω τον εαυτό μου με σεξουαλικό τρόπο για να τραβήξω την προσοχή των άλλων
- ⮡ He/she likes to flaunt himself/herself.
- Του/της αρέσει να επιδεικνύεται.
- ⮡ He/she likes to flaunt himself/herself.