fling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fling | flings |
fling (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fling |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | flings |
αόριστος | flung |
παθητική μετοχή | flung |
ενεργητική μετοχή | flinging |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
fling (en)