flock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
flock flocks

flock (en)

  1. το σμήνος, το σμάρι πουλιών
  2. η αγέλη
  3. ο πλήθος ανθρώπων

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας flock
γ΄ ενικό ενεστώτα flocks
αόριστος flocked
παθητική μετοχή flocked
ενεργητική μετοχή flocking

flock (en)

  • (αμετάβατο) συρρέω, για πλήθος που συγκεντρώνεται σε ένα μέρος και το κατακλύζει
    People flocked to hear him.
    Οι άνθρωποι συνέρρεαν να τον ακούσουν.
    The children flocked around their teacher.
    Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν γύρω από το δάσκαλό τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη assemble

Πηγές[επεξεργασία]