flock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flock (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
flock (en)
- συρρέω, (για πλήθος που συγκεντρώνεται σε ένα μέρος και το κατακλύζει