Μετάβαση στο περιεχόμενο

floodlight

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
floodlight floodlights

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
floodlight < flood + light

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

floodlight (en)

  • ο προβολέας
      Four large floodlights lit up the field.
    Τέσσερις μεγάλοι προβολείς φώτιζαν το γήπεδο.