flop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

flop (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

flop (en)

  • πέφτω (σε μια καρέκλα, ένα κρεβάτι από την κούραση)
  • πέφτω χωρίς έλεγχο
  • αποτυγχάνω (για οτιδήποτε: έργο, παράσταση, εκτόξευση κ.λπ)