Μετάβαση στο περιεχόμενο

flottaison

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
flottaison flottaisons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flottaison (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη flotter