flottaison
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flottaison | flottaisons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]flottaison (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη flotter
ενικός | πληθυντικός |
flottaison | flottaisons |
flottaison (fr) θηλυκό