flottille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flottille < (άμεσο δάνειο) ισπανική flotilla, υποκοριστικό του flota (= στόλος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flottille | flottilles |
flottille (fr) θηλυκό