flowing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
flowing (en)
- ρέων, αυτός που ρέει
- flowing prose - ρέων λόγος
- μακρύς, χυτός
- flowing robe - μακρύς χιτώνας
- flowing hair- χυτά μαλλιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
flowing (en)
- η ροή
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
flowing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του flow