fluctuation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fluctuation | fluctuations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fluctuation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η διακύμανση, η αυξομείωση
- ⮡ fluctuations in the rate of production - διακυμάνσεις στο ρυθμό παραγωγής
- ⮡ Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
- Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fluctuation | fluctuations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fluctuation (fr) θηλυκό
- η διακύμανση, η αυξομείωση