Μετάβαση στο περιεχόμενο

fluctuation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fluctuation fluctuations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fluctuation < fluctuate + -ion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fluctuation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η διακύμανση, η αυξομείωση
      fluctuations in the rate of production - διακυμάνσεις στο ρυθμό παραγωγής
      Fluctuations in the price of the drachma are plotted on the graph with a curve.
    Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη.



      ενικός         πληθυντικός  
fluctuation fluctuations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fluctuation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]