flugaŭtonomeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- flugaŭtonomeco < flug(o) + aŭtonomeco
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugaŭtonomeco | flugaŭtonomecoj |
αιτιατική | flugaŭtonomecon | flugaŭtonomecojn |
flugaŭtonomeco (eo)