focal point

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
focal point focal points

Ετυμολογία [επεξεργασία]

focal point < → δείτε τις λέξεις focal και point

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

focal point (en)

  1. (φυσική) η εστία
    the focal point of a lens - η εστία ενός φακού
     συνώνυμα: focus