fodder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fodder fodders

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fodder (en)

  • φυτική ζωοτροφή (κάποιες φορές περιέχει πρόσθετα), η τροφή για ζώα
    ⮡  The barn was full of fodder for the animals.
    Ο αχυρώνας ήταν γεμάτος τροφές για τα ζώα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη feed
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 895. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τροφή