foisonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
foisonnement | foisonnements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foisonnement (fr) αρσενικό
- η αφθονία
ενικός | πληθυντικός |
foisonnement | foisonnements |
foisonnement (fr) αρσενικό