foka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | foka | foki |
γενική | foki | foek |
δοτική | foce | fokom |
αιτιατική | fokę | foki |
οργανική | foką | fokami |
τοπική | foce | fokach |
κλητική | foko | foki |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
foka (pl) θηλυκό
- η φώκια