Μετάβαση στο περιεχόμενο

folding

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
folding foldings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

folding (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

folding (en)