foncé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | foncé | foncés |
θηλυκό | foncée | foncées |
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]foncé (fr)
- σκούρος, σκουρόχρωμος
- (για χρώμα, στο ουδέτερο) σκούρο + ακολουθεί η ονομασία χρώματος
Μετοχή
[επεξεργασία]foncé (fr)