footprint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
footprint footprints

Ετυμολογία [επεξεργασία]

footprint < foot + print

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

footprint (en)

  1. πατημασιά, ίχνος, χνάρι
  2. το αποτύπωμα
    They want to reduce their environmental footprint when they travel.
    Θέλουν να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα όταν ταξιδεύουν.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • → δείτε τις λέξεις foot και print