footprint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
footprint | footprints |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
footprint (en)
- πατημασιά, ίχνος, χνάρι
- το αποτύπωμα
- ↪ They want to reduce their environmental footprint when they travel.
- Θέλουν να μειώσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα όταν ταξιδεύουν.
- ↪ They want to reduce their environmental footprint when they travel.