forçat
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
forçat | forçats |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- forçat < (άμεσο δάνειο) ιταλική forzato < forzare (καταναγκάζω)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]forçat (fr) αρσενικό
- ο κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα
- (μεταφορικά) αυτός που ζει σε άθλιες συνθήκες