forcé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- forcé < forcer
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | forcé | forcés |
θηλυκό | forcée | forcées |
forcé (fr)
- υποχρεωτικός, αναγκαστικός, καταναγκαστικός
- (οικείο) c'est forcé ! - σίγουρα, αναγκαστικά, οπωσδήποτε
- βεβιασμένος, επιτηδευμένος
- ψεύτικος, βεβιασμένος, (οικείο) τραβηγμένος από τα μαλλιά