forcibly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | forcibly |
συγκριτικός | more forcibly |
υπερθετικός | most forcibly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]forcibly (en)
παραθετικά | |
θετικός | forcibly |
συγκριτικός | more forcibly |
υπερθετικός | most forcibly |
forcibly (en)